- αερσιπους
- ἀερσίπουςἀερσί-πουςстяж. ἀρσίπους 2, gen. ποδος высоко вскидывающий ноги, рысистый
(ἵπποι Hom., HH.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἵπποι Hom., HH.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αερσίπους — ἀερσίπους, ουν (Α) αυτός που σηκώνει ψηλά το πόδι, που περπατά ζωηρά, που αναπηδά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + ποῦς] … Dictionary of Greek
ἀερσίπους — masc/fem nom/voc sg (attic) ἀρσίπους raising the foot masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀερσιπόδων — ἀερσίπους masc/fem/neut gen pl ἀρσίπους raising the foot masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀερσίποδας — ἀερσίπους masc/fem acc pl ἀρσίπους raising the foot masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀερσίποδες — ἀερσίπους masc/fem nom/voc pl ἀρσίπους raising the foot masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αερσιπόδης — ἀερσιπόδης, ο (Α) ο αερσίπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + ποῦς] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek